Περνούν οι πλούσιοι Καύχημα τις ζωές τους... Κι οι φτωχοδιάβολοι Με σπάγκο τις δικές τους. Χρόνια στοιβαγμένα Αγνώστου παραλήπτη Λερά χαρτόκουτα Σκόνη καλύπτει...
Σέρνουν οι ελέφαντες το τελευταίο βήμα. Χωρίς τους πάγους πνίγηκαν οι αρκούδες. Μεγάλη πολιτεία με τους χαμένους μύθους! Αταύτιστη, αγραναπαυμένη -ρίζα παραδομένη Σε τρακτέρ, σε εκσκαφείς, στην ασθένεια...
Μετά την ξαφνική βροχή Γλιστράν οι στέγες Οι χείμαρροι εξαντλημένοι Χάσαν την ορμή · Λίμνες στην άσφαλτο (Υγρά υπολείμματα) Γεμίζουν χάσματα Τώρα απουσίας...
Σήμερα βλέπω δυο παιδιά (Τα 15 κλείσαν δεν κλείσανε) Να μουτζουρώνουν την αγάπη τους Σε τοίχο -κι είχε κρύο- τα καημένα... "Ευχαριστώ" τους λέω και γυρίσανε "Ευχαριστώ γιατί μας λέτε;" απορημένα. Ίδιον καιρό, στον ίδιο τοίχο έγινες ποίημα -Δεν το 'μαθες ποτέ- απ' τα σβησμένα.
Κανονίζουμε ωραίους περιπάτους... Σε ουδέτερα φωτισμένους διαδρόμους Όπου ράχες βιβλίων κηπουρικής γεμίζουν ράφια Δίπλα στη νιοστή χιλιάδα "θρύλων" εγχώριων [Άδειο καρότσι ο στίχος...] "Τετράδια για τα παιδιά, θυμήσου εξάπαντος και το σαλάμι!" Τρίξιμο κλειδιών στη μέσα τσέπη · τα μεγάφωνα δεν σταματούν Να διαλαλούν τις προσφορές τους.